- γαλῆν'
- γαλῆναι , γαλήνηstillness of the seafem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλῆν — γαλέη weasel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήν' — Γαλήνᾱͅ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήν' — γαλήνᾱͅ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MUSTELA — I. MUSTELA inter Numina Thebanorum, apud Clementem Alexandr. Protrept p. 19. Θηβαῖοι ῾τετιμήκασἰ τὰς γαλᾶς δὰ τὸν Ηῥακλέους γένεσιν. Galanthis enim Alcumenae parturienti astutiâ suâ opem tulerat, quapropter ab Herculis noverca Iunone in Mustelam… … Hofmann J. Lexicon universale
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
ГЕГЕЛОХ — • Hegelŏchus, Ήγέλοχος, 1. греческий актер, произнесший на представлении Еврипидовой драмы Ореста (ст. 279) вместо γαλήν ο̉ρω̃, я вижу спокойствие: γαλη̃ν ο̉ρω̃, я вижу ласку, вследствие чего все зрители засмеялись; 2.… … Реальный словарь классических древностей
ακατάτρητος — ἀκατάτρητος, ον (Α) [κατατετραίνω] αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα «ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d) … Dictionary of Greek
ακατέργαστος — η, ο (Α ἀκατέργαστος, ον) [κατεργάζομαι] αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος 2. ο άξεστος στους τρόπους αρχ. ο ακαλλιέργητος «ἀκατέργαστος γῆ» 2. αχώνευτος … Dictionary of Greek
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… … Dictionary of Greek